Η Ειδική Γλωσσική Διαταραχή (Specific Language Impairment) είναι μια αναπτυξιακή γλωσσική διαταραχή που χαρακτηρίζει τα παιδιά των οποίων η γλωσσική ανάπτυξη δεν είναι ανάλογη με την ηλικία τους όσον αφορά τον εκφραστικό καθώς και τον αντιληπτικό λόγο χωρίς προφανή αίτια (Bishop, 1997). Η Ε.Γ.Δ. ορίζεται ως μια “καθαρή” έκπτωση στο λόγο χωρίς όμως να συνυπάρχουν άλλοι παράγοντες που συνοδεύουν συνήθως την εκδήλωση των γλωσσικών διαταραχών, όπως χαμηλός δείκτης νοημοσύνης, κάποιο ακουστικό ή νευρολογικό πρόβλημα.
Στη βιβλιογραφία υπάρχουν πολλές διαφορετικές ονομασίες για την ειδική γλωσσική διαταραχή όπως Δυσφασία, Εξελικτική ή Αναπτυξιακή Δυσφασία, Γενετική Δυσφασία, ενώ τα ιδιαίτερα γλωσσικά χαρακτηριστικά που εμφανίζει το κάθε παιδί που λαμβάνει μια τέτοια διάγνωση έχει οδηγήσει τους ειδικούς της παθολογίας της γλώσσας στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για μια διαταραχή με μεγάλη ανομοιογένεια ως προς την κλινική της εικόνα (Leonard, 1998). Εκτιμήσεις της Ε.Γ.Δ. ποικίλλουν ανάλογα με την ηλικία αναγνώρισης. Ορισμένοι ειδικοί υποστηρίζουν ότι το 10% των παιδιών σε ηλικία δύο ετών μπορεί να παρουσιάζουν μια ειδική γλωσσική διαταραχή, αλλά από την ηλικία των τριών ή τεσσάρων ετών, αυτό το ποσοστό μειώνεται σημαντικά, προφανώς επειδή κάποιες δυσκολίες επιλύονται. Η συχνότητα εμφάνισης στο γενικό πληθυσμό υπολογίζεται περίπου στο 1%. Η Ειδική Γλωσσική Διαταραχή είναι πιο συχνή στα αγόρια από τα κορίτσια.
ΔΙΑΓΝΩΣΗ
Ο έγκαιρος εντοπισμός είναι πολύ σημαντικός για την επιτυχία των παρεμβάσεων στην Ειδική Γλωσσική Διαταραχή. Η διαταραχή διαγιγνώσκεται συνήθως με την σύγκριση των γλωσσικών ικανοτήτων ενός παιδιού με εκείνες που αναμένονται στα παιδιά της ίδιας ηλικίας. Εάν τα παιδιά είναι πολύ πίσω από την ηλικία των συνομηλίκων σε γλωσσική ανάπτυξη, η Ε.Γ.Δ. είναι πιθανή. Μια διαδικασία για την διάγνωση παιδιών ηλικίας 24 εώς 36 μηνών ζητά από τους γονείς να συμπληρώσουν ένα τυποποιημένο ερωτηματολόγιο στο οποίο ελέγχουν το λεξιλόγιο του παιδιού και να καταγράψουν παραδείγματα φράσεων τύπου δύο λέξεων που το παιδί τους χρησιμοποιεί. Αν το λεξιλόγιο του παιδιού περιέχει λιγότερο από 50 λέξεις και το παιδί δεν χρησιμοποιεί φράσεις τύπου 2 λέξεων, αυτή μπορεί να είναι μια ένδειξη Ε.Γ.Δ. ή οποιασδήποτε άλλης γλωσσικής διαταραχής. Για τη διαφορική διάγνωση της ειδικής γλωσσικής διαταραχής, διαταραχών Αυτιστικού Φάσματος και Σημασιολογικής Πραγματολογικής Διαταραχής κρίνεται απαραίτητη η χρήση κατάλληλων σταθμισμένων διαγνωστικών μεθόδων (tests) από επαγγελματίες λογοθεραπευτές, τα οποία εξετάζουν τις επιδόσεις των υποκειμένων στη χρήση του λόγου.
Ενδεικτικά είναι τα εξής : TOPL(Test of Pragmatic Language), CELF(Clinical Evaluation of Language Fundamentals), Δοκιμασία Γλωσσικής Αντίληψης και Έκφρασης. Απαραίτητη όμως είναι πάντα η κλινική παρατήρηση.
ΑΙΤΙΕΣ ΚΑΙ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ
Τα παιδιά με Ειδική Γλωσσική Διαταραχή συνήθως αρχίζουν να μιλούν περίπου στην ίδια ηλικία με τα φυσιολογικά παιδιά, αλλά είναι αισθητά πιο αργή η πρόοδος που σημειώνουν. Έχουν στο ιστορικό τους μια μικρή χρονολογική καθυστέρηση στην απόκτηση γλωσσικών ορόσημων (π.χ. πρώτη λέξη, πρώτη φράση) και γενικότερα ένα πιο βραδύ ρυθμό ανάπτυξης.
Τα στάδια της γλωσσικής ανάπτυξης μπορεί να μην είναι ξεκάθαρα μιας και πολλές φορές το παιδί μιλά με φράσεις αλλά χρησιμοποιεί πολλές φορές και μονολεκτικές απαντήσεις. Οι λανθασμένες ρηματικές καταλήξεις ,τόσο σε σχέση με τα πρόσωπα όσο και σε σχέση με τους χρόνους και οι παραλήψεις σημαντικών στοιχείων του λόγου είναι ορισμένα από τα χαρακτηριστικά του λόγου των ατόμων με Ε.Γ.Δ. Αυτές οι δυσκολίες μπορεί να παραμείνουν πολύ περισσότερο από την πρώιμη παιδική ηλικία, συχνά κατά την διάρκεια των σχολικών χρόνων και μετέπειτα, όπου τα παιδιά αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην ανάγνωση και την γραφή (Fey et al., 2003).
Το παιδί με Ειδική Γλωσσική Διαταραχή συχνά έχει δυσκολίες στο να κατανοεί το νόημα μιας νέας λέξης από το κείμενο ή να αυτοματοποιεί μία νέα συντακτική μορφή.
Τα πρώτα προβλήματα παρουσιάζονται στην προσχολική ηλικία.
– Αργοπορημένη κατάκτηση πρώτων λέξεων
– Συνδυασμοί λέξεων στους 37 μήνες
– Βασικές αδυναμίες στα ρήματα
Γλωσσικά χαρακτηριστικά των παιδιών με SLI περιλαμβάνουν περιορισμούς σε κάθε έναν από τους πέντε πτυχές της γλωσσικής γνώσης (Fey, Long, & Finestack, 2003, Yont, Hewitt, & MICCIO, 2002) κατά την σχολική ηλικία και είναι τα εξής:
- Σε φωνολογικό επίπεδο
Τα παιδιά εμφανίζουν κυρίως αντικαταστάσεις φωνημάτων, παραλείψεις, μεταθέσεις κ.α. Συχνά καθυστερούν να «καθαρίσουν» την ομιλία τους, αργώντας να προφέρουν σωστά όλους τους φθόγγους (αυτός είναι ο κυριότερος λόγος που οι γονείς ζητούν λογοθεραπεία), και αργούν να κατανοήσουν τις χρονικές έννοιες (‘χτες’ και ‘αύριο’, ‘πριν’ και ‘μετά’). Συχνά ο λογοθεραπευτής αναφέρεται στην ύπαρξη φωνολογικών διαταραχών, παρά στην εκδήλωση φωνολογικής καθυστέρησης κατά την ανάλυση του λόγου.
- Σε σημασιολογικό επίπεδο
Ο λόγος παρουσιάζει στοιχεία ανωριμότητας διότι τα επίπεδα εκφραστικής και δεκτικής λεξιλογικής ικανότητας βρίσκονται κάτω του μέσου όρου απόδοσης, με κριτήριο πάντα την χρονολογική ηλικία. Επίσης ο λόγος είναι άμεσα συνδεδεμένος με το παρόν, γεγονός που δείχνει την μειωμένη ικανότητα για ανάκληση πληροφοριών, συμβολική και αφαιρετική σκέψη. Επίσης, συναντούν μεγάλη δυσκολία στην εύρεση της κατάλληλης λέξης (πρόβλημα στην ανάκληση-νοητικό λεξικό / Σταυρακάκη, 2005) ενώ μπερδεύουν μεταξύ τους λέξεις με κοντινές σημασίες, όπως το “μακρύς” με το “ψηλός”, το “έφαγα” με το “έχω φάει”, ή δεν διακρίνουν σωστά τη σημασία συνηθισμένων λέξεων (πχ. «είναι μακρύς άνδρας»).
- Σε μορφολογικό επίπεδο
Τα παιδιά εμφανίζουν προβλήματα στο σχηματισμό του πληθυντικού αριθμού καθώς και στη χρήση παρελθοντικού χρόνου, παραλείπουν συλλαβές σε σύνθετες λέξεις και υποκοριστικά (πχ. “ντόβουτσα” – “οδοντόβουρτσα”). Επιπρόσθετα, ο λόγος τους είναι ελλιπής σε λειτουργικές λέξεις (άρθρα, προθέσεις, αντωνυμίες) και δεν υπάρχει συμφωνία υποκειμένου και ρήματος (πχ. “Ο λύκος ήταν μαύρο”).
- Σε συντακτικό επίπεδο
Έχουν χαμηλό μέσο μήκος πρότασης με βάση την χρονολογική τους ηλικία, χρησιμοποιούν απλές δομές προτάσεων (Υποκείμενο-Ρήμα – Αντικείμενο), στερεότυπες φράσεις, μικρές φράσεις. Επίσης συναντούν προβλήματα κατανόησης σε παθητικούς τύπους, κλιτικές αντωνυμίες (π.χ. Ο Κώστας τον είδε χτυπημένο / Την είδα την Κατερίνα) καθώς και σε σύνθετες προτάσεις που απαιτούν συντακτική ανάλυση (πχ. προτάσεις αντικειμένου – Δείξε μου το άλογο που κυνήγησαν τα λιοντάρια / Ποιον ελέφαντα κυνήγησε το λιοντάρι;). Τέλος, υπάρχει άτακτη τοποθέτηση λέξεων μέσα στην πρόταση (πχ. “τα παιδιά χόρεψε”).
- Σε πραγματολογικό επίπεδο
Μειωμένη πρωτοβουλία για έναρξη συζήτησης. Δυσκολεύονται να διατηρήσουν ένα θέμα συζήτησης ή να μεταβούν ομαλά σε ένα καινούριο θέμα. Παρατηρείται μειωμένη ικανότητα στο να ζητάνε και να δίνουν διευκρινίσεις αλλά και στο να αξιολογούν το πλαίσιο συζήτησης. Επιπλέον, χρησιμοποιούν πολύ πρώιμους μηχανισμούς επανόρθωσης / αποσαφήνισης του λόγου τους (πχ. επανάληψη αντί για περίφραση),δεν αυτοδιορθώνουν τα λάθη τους και σε σοβαρές περιπτώσεις παρουσιάζουν ηχολαλίες. Μπορεί επίσης να μην απαντούν σε ερωτήσεις ή να δίνουν ακατάλληλες απαντήσεις. Σε μεγαλύτερη ηλικία, τα άτομα αυτά έχουν δυσκολίες με την επαγωγική ικανότητα στο λόγο που διαφαίνεται στη χρήση ελλιπών συμφραζομένων, που δεν περιέχουν αρκετές πληροφορίες (π.χ. πρόσωπα, χρόνους, τόπους) για να εξάγει νόημα ο ακροατής. Τέλος, να αναφέρουμε ότι στα παιδιά με Ε.Γ.Δ. η γνώση των πραγματολογικών κανόνων υπάρχει αλλά υστερεί η χρήση τους. Συγκεκριμένα υστερούν στην αλληλεπίδραση με τους άλλους και ανταποκρίνονται σε χαμηλότερο επίπεδο κοινωνικά από τους συνομηλίκους τους ενώ στους ενήλικες κυριαρχεί η εικόνα της ανωριμότητας και της μειωμένης αρχηγικής ικανότητας.(Μπέλλα Σ., 2009).
ΘΕΡΑΠΕΙΑ
Η Ειδική Γλωσσική Διαταραχή γενικά αντιμετωπίζεται από την παρέμβαση που εστιάζει στο να βοηθήσει το παιδί με οποιοδήποτε συγκεκριμένο γλωσσικό πρόβλημα που έχει. Ο λογοθεραπευτής πρέπει να αξιολογήσει κατά τομείς τη γλωσσική λειτουργία του παιδιού και κατόπιν να δουλέψει μαζί του σε πολλαπλά επίπεδα, ανάλογα με τις ανάγκες της γλωσσικής εξέλιξης κάθε παιδιού: αρθρωτικό επίπεδο, φωνολογικό και μεταφωνολογικό επίπεδο, γραμματικό-συντακτικό και μεταγλωσσικό επίπεδο, λεξιλογικό και τέλος σημασιολογικό. Το παιδί με Ε.Γ.Δ. μπορεί να συνειδητοποιεί ολοένα και περισσότερο τις δυσκολίες με την γλώσσα, να χάσει τον αυθορμητισμό και να αποφεύγει να μιλάει καθώς μεγαλώνει.
Η εντατική παρέμβαση μπορεί να επιτρέψει σε αυτά τα παιδιά να αποκομίσουν σημαντικά οφέλη, με την μοντελοποίηση των κατάλληλων γλωσσικών μορφών με τις οποίες το παιδί δυσκολεύεται και να είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική. Δηλαδή να γίνεται ένα “είδος” διαδραστικής επικοινωνίας. Σύμφωνα με τον Dumtschin, 1988, ο θεραπευτής πρέπει να είναι ενεργός ακροατής, πραγματικά ακούγοντας ό, τι κάθε παιδί του λέει, να ανταποκρίνεται σε αυτό που λέγεται, βάσει της επικοινωνιακής πρόθεσης του παιδιού.
Με τον τρόπο αυτό, οι συνομιλίες γίνονται με επίκεντρο το παιδί, έτσι ώστε ο δάσκαλος να ενσωματώνει το θέμα του παιδιού στο δικό του πλάνο θεραπείας, χρησιμοποιώντας έναν “χάρτη λέξεων”- απαραίτητο για να αποσαφηνιστεί το μήνυμα που θέλει να εκφράσει το παιδί καθώς και τη σωστή χρήση της γλώσσας από τον θεραπευτή. Επιπρόσθετα ένας ακόμα τρόπος ενθάρρυνσης παιδιών με Ε.Γ.Δ. να εμπλακούν στη χρήση της γλώσσας περισσότερο ώστε να εκφράζουν τις σκέψεις, τις ιδέες και τις ερωτήσεις τους είναι η κοινή χρήση ενός “Storybook” (McNeill & Fowler, 1996).
Κατά τη διάρκεια κοινής χρήσης Storybook ο θεραπευτής ή ακόμα και ο γονέας σαφώς αλληλεπιδρά στενά με το παιδί, ενώ σκοπός είναι το παιδί να εκφέρει τις ζητούμενες απαντήσεις βάσει της “επικοινωνιακής” ιστορίας που διαβάζει ή εικόνες που βλέπει. Στη συνέχεια να γίνουν τα απαραίτητα σχόλια και διευκρινήσεις, ανοιχτού τύπου ερωτήσεις (βάσει του επιπέδου και των αναγκών του εκάστοτε παιδιού), με τελικό στόχο την γενίκευση και την ικανότητα συνδιάλεξης με συνομηλίκους σε διαφορετικά πλαίσια, ξεπερνώντας πλέον την “one to one” αλληλεπίδραση. Τέλος, η πρώτη μέθοδος που χρισημοποιούνταν ήταν βασισμένη στη μίμηση (Imitation based Approaches), Fygetakis & Gray,1970, σύμφωνα με την οποία το παιδί καλούνταν να μιμηθεί-επαναλάβει- την ακριβή εκφορά του θεραπευτή πάνω σε συγκεκριμένη ερώτηση, λόγου χάρη «Τί είναι αυτό;» ή μέσω κλειστών ερωτήσεων (ναι / όχι).
Χρησιμοποιούσαν επίσης εικόνες και αναπαραστάσεις από παιχνίδια μαζί με την πρόταση-στόχο ώστε το παιδί να μην ξεγύγει από το θέμα και να μιμηθεί μόνο την πρόταση του θεραπευτή, όσον αφορά στη δομή της. Σταδιακά, το παιδί δεν χρειαζόταν το ακουστικό ερέθισμα (δηλαδή την εκφορά του θεραπευτή) και παρήγαγε μόνο του την πρόταση-στόχο με τελικό σκοπό, την γενίκευση.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Bishop, D.V.M., Uncommon Understanding: Disorders of Language Comprehension in Children, Cambridge, UK: Psychology Press Ltd, 1999.
- Ιστοσελίδα :«http://www.proseggisi.gr/».
- Ιστοσελίδα:«http://www.healthofchildren.com/S/Specific-Language- Impairment.html».
- Leonard, L. B., Children with Specific Language Impairment, London: The MIT Press, 2000.