Η Εναντιωματική Προκλητική Διαταραχή μπορεί να εμφανιστεί στις ηλικίες προσχολικής ή σχολικής ηλικίας. Είναι επίκτητη και εξαρτάται από πολλούς παράγοντες όπως την ανατροφή, τα όρια και τις εμπειρίες του παιδιού. Η συχνότητα επεισοδίων στα παιδιά κάτω των 5 ετών πρέπει να είναι σχεδόν σε καθημερινή βάση για διάστημα 6 μηνών, ενώ στα μεγαλύτερα παιδιά 1/2 φορές την εβδομάδα για διάστημα 6 μηνών.
Η επίσημη διάγνωση δίνεται από παιδοψυχίατρο, βάσει του Διαγνωστικού και Στατιστικού Εγχειριδίου Ψυχικών Διαταραχών, Πέμπτη Έκδοση (Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders, Fifth Edition, συντομογραφία DSM-5). Η διαταραχή αυτή χαρακτηρίζεται από έντονες, προκλητικές και αντιδραστικές συμπεριφορές. Τα παιδιά κατά κύριο λόγο έχουν ευερέθιστη διάθεση που εκδηλώνεται με αρνητισμό και ανυπακοή στους κανόνες. Υπάρχουν έντονα επεισόδια, ξεσπάσματα θυμού, αρνούνται να ακολουθήσουν και να συμμορφωθούν στους κανόνες και στις απαιτήσεις των ενηλίκων με εξουσία. Για παράδειγμα με γονείς, δασκάλους, ειδικούς θεραπευτές, δηλαδή σε παραπάνω από ένα πλαίσιο. Ενώ δεν αποκλείεται να εμφανίζεται αυτό το μοτίβο και σε παιδιά συνομήλικα είτε αδέρφια, φίλους, συγγενείς, συμμαθητές είτε ακόμα και με άτομα που δεν γνωρίζουν.
Διαπληκτίζονται αρκετά εύκολα με όλους, είναι διαρκώς θυμωμένα, προσβάλλουν, χάνουν αμέσως την ψυχραιμία τους, μεταθέτουν συνεχώς τις ευθύνες στους άλλους για τις δικές του επιλογές/ λάθη και λένε πολλά και συχνά ψέματα. Συνηθίζεται επίσης η έντονη εκδικητική συμπεριφορά.
Μιλάνε με αγένεια, είναι εριστικά και επιθετικά με αποτέλεσμα να μην μπορούν να ενταχθούν ομαλά στο κοινωνικό ή/και σχολικό τους πλαίσιο. Ως αποτέλεσμα είναι να μην μπορούν να αλληλοεπιδράσουν κατάλληλα, να μην μπορούν να συνάψουν φιλίες και να περιθωριοποιούνται κοινωνικά. Φυσικά υπάρχει δυσκολία στην αναγνώριση και έκφραση των συναισθημάτων τους, οπότε χρειάζεται αναγκαία παρακολούθηση από ειδικό παιδοψυχολόγο καθώς και παιδοψυχίατρο.
Τέλος, να αναφερθεί ότι η εναντιωματική προκλητική διαταραχή μπορεί να παρουσιάζει κάποια κοινά στοιχεία με την ΔΕΠ-Υ και την διαταραχή Διαγωγής αλλά δεν αφορούν στις ίδιες δυσκολίες, μιας και τα άτομα με Διάσπαση Ελλειμματικής Προσοχής – Υπερκινητικότητας εμφανίζουν έντονη παρόρμηση. Αν δεν υπάρξει έγκαιρη παρέμβαση στα παιδιά μικρότερης ηλικίας (ίσως χρειαστεί και φαρμακευτική αγωγή) τότε αυξάνονται οι πιθανότητες για εμφάνιση διαταραχής Διαγωγής σε παιδιά μεγαλύτερης ηλικίας, εφηβεία και κατόπιν ενήλικες.
Επομένως καταλήγουμε ότι πάντα η σωστή πρόληψη, διάγνωση, διαφοροδιάγνωση και παρέμβαση κρίνονται αναγκαία για την ομαλή ανάπτυξη των παιδιών και των υγιών σχέσεων με την οικογένεια τους.